- κεχαρισμένως
- κεχαρισμένωςacceptablyindeclform (adverb)χαρίζομαιsayperf part mp masc acc pl (doric)χαρίζωsayperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεχαρισμένως — (Α) επίρρ. με αρεστό, με προσφιλή τρόπο, με χαρά «κεχαρισμένως σοι τήνδε τήν πομπή ν ἐμὲ πέμψαντα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κεχαρισμένος τού χαρίζομαι «φέρομαι ευνοϊκά σε κάποιον, κάνω χάρη σε κάποιον»] … Dictionary of Greek
κεχαρισμενώτατα — κεχαρισμένως acceptably neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχαρισμενώτατος — κεχαρισμένως acceptably masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχαρισμενωτάτας — κεχαρισμενωτάτᾱς , κεχαρισμένως acceptably fem acc pl κεχαρισμενωτάτᾱς , κεχαρισμένως acceptably fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεχαρισμένως — (Α) επίρρ. με χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεχαρισμένως (< κεχαρισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. χαρίζομαι)] … Dictionary of Greek